εκτύπωση

εκτύπωση
[-ις (-εως)] η
1) отпечатывание; печатание; 2) тиснение; 3) оттиск

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "εκτύπωση" в других словарях:

  • εκτύπωση — η (AM ἐκτύπωσις) νεοελλ. η ενέργεια τού εκτυπώνω, τύπωση με τυπογραφικό πιεστήριο («η εκτύπωση τού βιβλίου καθυστερεί») αρχ. μσν. 1. ανάγλυφη αποτύπωση εικόνας 2. εικόνα, ομοίωση, σχηματισμός σύμφωνα με ένα πρότυπο 3. αλληγορία …   Dictionary of Greek

  • εκτύπωση — η 1. η τύπωση με το τυπογραφικό πιεστήριο, η τυπογράφηση. 2. η αναπαραγωγή σε φωτοπαθή επιφάνεια θετικού αντιτύπου της αρνητικής εικόνας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • όφσετ — (offset). Διεθνώς καθιερωμένος αγγλικός όρος (παράγεται από τις λέξεις off= διεύθυνση και (to) set = θέτω και κατά λέξη σημαίνει μεταφορά), ο οποίος στην τυπογραφική γλώσσα δηλώνει ένα σύστημα έμμεσης εκτύπωσης, κατά το οποίο μεταξύ της… …   Dictionary of Greek

  • εκδότης — Οποιοσδήποτε αναλαμβάνει να κάνει γνωστό ένα ανέκδοτο έργο ή να παρουσιάσει –αναθεωρημένο ή επιμελημένο ξανά– ένα κείμενο ήδη γνωστό. Η σύγχρονη σημασία της έκδοσης, ως συνόλου αντιτύπων του ίδιου έργου, συνδέεται με την εφεύρεση της τυπογραφίας …   Dictionary of Greek

  • εκτυπωτής — Περιφερειακή συσκευή του ηλεκτρονικού υπολογιστή, με την οποία ο χρήστης έχει τη δυνατότητα να αποτυπώνει, σε χαρτί ή σε άλλο μέσο (π.χ. σε φιλμ ή σε απλή διαφάνεια), το αρχείο του επιθυμεί (ή μέρος του). Συνηθέστερα είδη ε. είναι αυτοί που… …   Dictionary of Greek

  • έκδοση — Η δημοσίευση ενός γραπτού κειμένου· η εκτύπωση και η διάδοση οποιουδήποτε κειμένου από εκδοτικό οργανισμό· οι διάφορες εκτυπώσεις ενός βιβλίου ή μιας εφημερίδας· το σύνολο των αντιτύπων του ίδιου έργου σε μία μόνο εκτύπωση. Επειδή στον όρο έ.… …   Dictionary of Greek

  • ξυλογραφία — Χαρακτική σε ξύλο. Τα καταλληλότερα ξύλα είναι η αχλαδιά, η μηλιά, η κερασιά, το τσιμισίρι, η συκομουριά και γενικά τα σκληρά και όχι εύθραυστα ξύλα. Υπάρχουν δύο τύποι ξ.: η ξ. σε όρθιο ξύλο και η ξ. σε πλάγιο ξύλο. Στην ξ. σε όρθιο ξύλο η… …   Dictionary of Greek

  • ξηρογλυφία — (pointe seche). Τεχνική της χαρακτικής, που συνίσταται στην απευθείας χάραξη της μεταλλικής πλάκας με βελόνη από ατσάλι. Με τον τρόπο αυτό τα χαράγματα μπορούν να φτάσουν στο ίδιο βάθος, όπως τα χαράγματα με ακουαφόρτε, η ξ. όμως έχει το… …   Dictionary of Greek

  • γραφομηχανή — Εκτυπωτική μηχανή σε φύλλο χαρτιού, με χαρακτήρες παρόμοιους με τα στοιχεία του Τύπου. Η μηχανή αυτή λειτουργεί με πλήκτρα και αντικαθιστά τη γραφή με το χέρι. Η γ. στην κανονική της μορφή αποτελείται από το κινητό μέρος της, που ονομάζεται όχημα …   Dictionary of Greek

  • πολυγράφος — Μηχάνημα που χρησιμοποιούνταν παλαιότερα για την εκτύπωση επιστολών, εγκυκλίων κλπ. σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων. Το κείμενο γράφεται στη γραφομηχανή, χωρίς ταινία, πάνω σε μια μεμβράνη από λεπτότατο χαρτί, εμποτισμένη με ένα μείγμα… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»